- δωσίλογος
- και δοσίλογος, ο, η1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δώσι- < μέλλ. δώσω τού δίδωμι + -λογος < λέγω. Η γραφή δοσίλογος είναι εσφαλμένη].
Dictionary of Greek. 2013.